αρχιτεχνίτης

αρχιτεχνίτης
ο
θηλ. -ίτρα και -ίτισσα ο προϊστάμενος άλλων τεχνιτών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αρχιτεχνίτης — ο 1. ο επικεφαλής ομάδας τεχνιτών, ο πρωτομάστορας 2. «αρχιτεχνίτης υλικού πολέμου» ειδικότητα του Στρατού Ξηράς (επικεφαλής σε πυροτεχνουργούς, ξυλουργούς κ.λπ.) …   Dictionary of Greek

  • εργοδηγός — ο 1. αυτός που επιβλέπει την εκτέλεση έργου σύμφωνα με τις οδηγίες αρχιτέκτονα ή μηχανικού 2. αρχιεργάτης, αρχιτεχνίτης σε εργοστάσιο …   Dictionary of Greek

  • κάλφας — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ., 273 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, 53 χλμ. ΝΑ της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τριταίας. * * * ο (Μ κάλφας) αρχιτεχνίτης, μάστορας νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • μάστορας — (I) και μάστορης και μάστουρας, ο (Μ μάστορας και μάστορος και μάστρος) 1. έμπειρος τεχνίτης, άριστος γνώστης μιας τέχνης («έμαθε κοντά σε καλό μάστορα την τέχνη» 2. αυτός που διευθύνει εργάτες, αρχιτεχνίτης, κάλφας, προϊστάμενος και επόπτης… …   Dictionary of Greek

  • πρωτομάστορας — και πρωτομάστορης, ο, Ν 1. ο πρώτος τών μαστόρων, ο αρχιτεχνίτης 2. έμπειρος κτίστης τεχνίτης που αναλαμβάνει εργολαβικώς την εκτέλεση ενός έργου («βρίσκει τον πρωτομάστορη κι έκανε το κιβούρι», δημ. τραγούδι) …   Dictionary of Greek

  • πρωτομαΐστωρ — ορος, ὁ, Μ [μαΐστωρ] πιθ. αρχιτεχνίτης, πρωτομάστορας …   Dictionary of Greek

  • Ρέισνταλ βαν Γιάκομπ — (Ruysdael, 1628 ή 1629 – 1682). Ολλανδός ζωγράφος και χαράκτης. Φαίνεται ότι αρχικά μαθήτευσε πλάι στον Σολομώντα βαν Ρέισνταλ και δέχτηκε την επίδραση του έργου των Π. Πότερ, Ζ. βαν Γκουέν και X. Σέγκερς. Το 1648 έγινε αρχιτεχνίτης στη συντεχνία …   Dictionary of Greek

  • εργοδηγός — ο 1. αυτός που επιβλέπει την κατασκευή έργου. 2. ο αρχιτεχνίτης σε εργοστάσιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μάστορας — μάστορας, ο και μάστορης, ο θηλ. μαστόρισσα 1. ο αρχιτεχνίτης, ο επικεφαλής ομάδας εργατών: Ας αποφασίσει ο μάστορας. 2. ο έμπειρος τεχνίτης: Θα έρθει ο μάστορας να διορθώσει τη βλάβη. 3. επιτήδειος, επιδέξιος άνθρωπος: Είναι μάστορας στη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρωτομάστορας — πρωτομάστορας, ο και πρωτομάστορης, ο ο πρώτος από τους μάστορες, ο αρχιμάστορας, ο αρχιτεχνίτης: ...Και μη στοιχειώστε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη, παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα (δημ. τραγ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”